RETORRIDAE Mentes — apud ael. Lamprid. in Alexandro Seu. c. 59. Verum Gallicanae mentes, us sese habent duraeac retorridae et saepe Imperatoribus graves, severitatem hominis non tulerunt: sunt asperae ac difficiles et intractabiles inflexibilesque; metaphorâ ductâ a … Hofmann J. Lexicon universale
αυθαδικός — αὐθαδικὸς, ή, όν (Α) [αυθάδης] αυτός που έχει αυθάδη, αγέρωχο τρόπο … Dictionary of Greek
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
καίπερ — (AM καίπερ) (σύνδ. εναντ. συν. με μτχ.) αν και, μολονότι, καίτοι (α. «καίπερ χριστιανός, εμίσει... τους ομοθρήσκους του», Παπαδ. β. «καίπερ αὐθάδη φρονῶν», Αισχ. γ. «καὶ νέκυός περ ἐόντος» Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < και (Ι) + βεβαιωτικό μόριο περ] … Dictionary of Greek
υπέρκοπος — ον, Α 1. αυτός που υπερβαίνει κάθε μέτρο, κάθε όριο 2. (κατ επέκτ.) θρασύς, αυθάδης, αλαζονικός 3. υπερβολικά κουρασμένος, κατάκοπος. επίρρ... ὑπερκόπως Α με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κοπος (< κόπος < κόπτω) … Dictionary of Greek
φιλοθερσίτης — ὁ, Α πιθ. αυτός που τρέφει φιλικά αισθήματα για τον Θερσίτη, πρόσωπο τής Οδύσσειας που ταυτίστηκε με τον αυθάδη και τον επικριτικό άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θερσίτης] … Dictionary of Greek
θερσίτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ο πιο δύσμορφος και πιο αναιδής από τους Έλληνες που εκστράτευσαν στην Τροία. Ο Όμηρος (Β’ 274 360) τον περιγράφει στραβοπόδη, κουτσό, καμπούρη, με κακόσχημο κεφάλι και αραιά μαλλιά, ενώ τον παρουσιάζει ως αυθάδη, δειλό και… … Dictionary of Greek
αποθρασύνω — υνα, ύνθηκα, κάνω κάποιον θρασύ, αυθάδη: Η ευγένεια και η καλοσύνη του είχαν αποθρασύνει μερικούς. Ουσ. αποθράσυνση, η το να αποθρασυνθεί κάποιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)